- πειρωμένοις
- πειράωattemptpres part mp masc/neut dat plπειράζωmake prooffut part mid masc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προδιασημαίνομαι — Μ δηλώνω κάτι εκ τών προτέρων («ἀρκοῡντα προδιασημηνάμενος τοῑς πειρωμένοις παίζειν ἐν οὐ παικτοῑς», Ακτουάρ. Ιωάνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διασημαίνω «δηλώνω, φανερώνω κάτι με σήματα»] … Dictionary of Greek